-
1 сопротивление
1. (свойство) η αντίσταση, η αντίδραση, η αντοχήповерхностное - της επιφάνειας, επιφανειακή -разрядное - προληπτική - των εκκενώσεων/εκφορτώσεων- сдвигу η αντοχή σε διάτρηση, η διατμική αντοχήтепловое - см. термическое -2. (резистор) о αντισ-τάτης 3. (аргд.) η οπισθέλκουσα του κύματοςбалансировочное (аргд.) η οπισθέλκουσαεξισορρόπησηвихревое - (аргд.) - τωνδινώνлобовое - (аргд.) η μετωπική οπισθέλκουσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопротивление
-
2 возмущение
1. астр. η διαταραχή атмосферное - ατμοσφαιρική - 2. (негодо-вание, недовольство) η αγανάκτηση, η αναστάτωση, η διαμαρτυρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возмущение
-
3 запаздывание
η υστέρηση, η καθυστέρηση, η αργοπορίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запаздывание
-
4 наклонение
1. физ. η έγκλιση 2. косм. η κλίση 3. грам. η έγκλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклонение
-
5 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
6 отклонение
1. (стрелки прибора, лучей) η απόκλιση 2. (величины) η απόκλιση/μεταβολή (μιας τιμής) 3. (мор., нвг.) η παρέκκλιση, η παρεκτροπή, η απόκλιση 4. (отказ) η απόρριψη, η άρνηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отклонение
-
7 притяжение
физ. η έλξ/ηкулоновское - см. электростатическое -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > притяжение
-
8 рассеяние
1. (физ., рад.) η σκέδαση, атмосферное - ατμοσφαιρική -, беспорядочное - ακανόνιστη -магнитное - (поток рассеяния) μαγνητική -, η μαγνητική διαρροή2. (света) η διάχυση, η διασκόρπιση, ο διασκορπισμός, η σκέδαση 3. (мощности, энергии) η διάχυση, η απώλεια 4. (разброс данных) η διασποράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассеяние
-
9 склонение
1. астр. η κλίση, η απόκλιση, η παρέκλισηмагнитное - физ. μαγνητική -2. (грам) η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склонение
-
10 действие
-я ουδ.1. δράση, ενέργεια, πράξη•план -я σχέδιο δράσης•
действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•
математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•
радиус -я ακτίνα δράσης•
самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).
πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.
2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•
привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.
|| εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•
вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•
закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•
входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.
3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•
магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•
химическое действие χημική επίδραση•
бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•
благотворное действие ευεργετική επίδραση•
удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•
не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•
разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•
под -ем κάτω από την επίδραση.
4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•5. πράξη (θεατρικού έργου)•пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.
6. πράξη (αριθμητική)•четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.
-
11 склонение
-я ουδ.1. κλίση, κάμψη, γέρμα• σκύψιμο. || μτφ. στροφή• πέρασμα, γύρισμα(με το μέρος άλλου).2. (γραμμ.) κλίση•склонение су-ществителных и прилагательных κλίση ουσιαστικών και επιθέτων•
существительные второго склонения ουσιαστικά δεύτερης κλίσης.
3. απόκλιση•магнитное склонение μαγνητική απόκλιση•
склонение светила απόκλιση αστεριού.